- αμαλός
- ἀμαλός, -ή, -όν (Α)1. (κυρίως για νεογνά ζώων) μαλακός, απαλός, τρυφερός2. ασθενικός, αδύναμος3. (ανώμαλος συγκριτικός) ἀμαλέστερος, -α, -ον.[ΕΤΥΜΟΛ. Ποιητικό επίθετο, γνωστό ήδη από τον Όμηρο, που χαρακτηρίζει νεογνά ζώων. Στον Ευριπίδη η λ. χρησιμοποιείται ως χαρακτηρισμός γέροντα, ενώ στον Καλλίμαχο απαντά ως προσδιορισμός μικρού παιδιού. Ετυμολογικά η λ. είναι αβέβαιης προελεύσεως. Συνήθως ανάγεται σε μεταπτωτική βαθμίδα (ml-) αρχικής ΙΕ ρίζας *mel- «κατατρίβω, αλέθω», με την οποία συνδέεται επίσης και το ουσ. μύλη *]. Με την ίδια ρίζα συνδέονται επίσης και τα επίθετα μαλακός* ἀμβλύς* (* < ἀ-μλυς). Το αρκτικό ἀ- τών επιθέτων ἀμβλυς και ἀμαλός πρέπει να είναι προθεματικό. Η λ. είναι πιθ. να έχει κάποια ετυμολογική σχέση και με το ρ. ἀμαλδυνω*.ΠΑΡ. αρχ. ἀμαλάπτω].
Dictionary of Greek. 2013.